Translate

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2020

Δύο ιστορίες για την ανακύκλωση


Το σχολικό έτος 2017-2018 γράψαμε με μαθητές της Δ' και Στ' τάξης δύο ιστορίες για ένα διαγωνισμό συγγραφής περιβαλλοντικής ιστορίας από την Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης. Το θέμα του διαγωνισμού ήταν "το μέταλλο ποτέ δεν παύει να ζει, περιμένει να του δώσεις μια νέα μορφή".



Το ταξίδι του θαλασσοδαρμένου τενεκέ


Είμαι ένα μικρό τενεκεδάκι από αλουμίνιο και αυτή είναι η ιστορία μου:
Ζούσα στην καρδιά ενός βουνού σαν ένα κομμάτι βωξίτη, ενός μετάλλου που οι άνθρωποι μετατρέπουν σε αλουμίνιο. Ένας εκσκαφέας έσκαψε το βουνό για να βγάλει τα κοιτάσματα του βωξίτη. Πολλά δέντρα πέθαναν εκείνη την ημέρα.
«Καταστρέψαμε το βουνό», άκουσα να λέει ένας από τους εργάτες.
«Και τι να κάνουμε; Αφού οι άνθρωποι δεν ανακυκλώνουν το αλουμίνιο που χρησιμοποιούν, το πετούν στα σκουπίδια. Χρειαζόμαστε νέα κοιτάσματα μετάλλου», του απάντησε ένας άλλος.


Μας φόρτωσαν σε ένα φορτηγό, που μας μετέφερε σε ένα εργοστάσιο συσκευασιών. Εκεί μετατραπήκαμε σε τενεκεδάκια αναψυκτικών. Μετά καταλήξαμε σε ένα πολυκατάστημα. Περίμενα για καιρό πάνω στο ράφι, μαζί με εκατοντάδες άλλα τενεκεδάκια, μέχρι που μια μέρα ένα χέρι με έβαλε σε μια πλαστική σακούλα. Ένας άνθρωπος μόλις με είχε αγοράσει. Χάρηκα πολύ όταν κατάλαβα ότι κατευθυνόμασταν σε μια όμορφη παραλία. Ο ήλιος έκαιγε και η θάλασσα έλαμπε καταγάλανη.
Ο άνθρωπος συνάντησε την παρέα του. Κρατούσαν όλοι τα ποτά τους, αναψυκτικά, καφέδες σε πλαστικά ποτήρια με πλαστικά καλαμάκια και πλαστικά μπουκάλια με νερό. Η μέρα κυλούσε όμορφα, με μπάνιο και παιχνίδια στη θάλασσα. Έκανε ζέστη όμως, και σε λίγο το αναψυκτικό που είχα άδειασε. Ο άνθρωπος με πέταξε σε ένα σωρό στην άμμο, από τα ποτήρια και τα μπουκάλια που χρησιμοποίησαν. Μετά από αρκετές ώρες μάζεψαν τα πράγματά τους και ξεκίνησαν να φύγουν.
«Ε, πού πάτε, αυτά εδώ θα τα αφήσετε;» είπε ένας από την παρέα.
«Δε βαριέσαι, θα τα πάρει το κύμα», είπε ο άνθρωπος που με αγόρασε. Κι έφυγε.
Μείναμε εκεί για πολλές ώρες. Και το βράδυ, ένα κύμα μας σκέπασε και μετά μας τράβηξε στη θάλασσα. Όλους μας. Ήμασταν πια σκουπίδια για τους ανθρώπους, σκουπίδια που τώρα θα βρωμίζαμε τον τόπο.
Έμεινα πολύ καιρό στη θάλασσα. Μήνες, χρόνια ίσως, δεν ξέρω πόσο. Είδα πολλά εκεί στο βυθό. Μέχρι που κάποια στιγμή, δυνατά κύματα με ξέβρασαν στην άμμο, και είδα και πάλι τη στεριά.
Ένα παιδικό χέρι με σήκωσε.
«Κοίτα μαμά, βρήκα άλλο ένα τενεκεδάκι», είπε το κορίτσι.
Και με πέταξε σε μια μεγάλη σακούλα γεμάτη τενεκεδάκια και κάθε λογής θαλασσινά σκουπίδια.  Ωραία, μάλλον τελειώνει εδώ το ταξίδι μου, σκέφτηκα λυπημένος.



«Θα τα πετάξουμε μαμά;»
«Όχι ακόμη, θα δούμε αν κάτι από αυτά ανακυκλώνεται».
Ανακυκλώνεται; Πού το έχω ξανακούσει αυτό; Πριν προλάβω να σκεφτώ τι μπορεί να σημαίνει, βρέθηκα σε ένα μεγάλο μπλε κάδο. Εκεί συνάντησα κι άλλα τενεκεδάκια, κόκκινα, πράσινα, μικρά, μεγάλα… Σε μια γωνιά ξεχώρισα ένα ταλαιπωρημένο τενεκεδάκι, με πολλά σημάδια και γρατσουνιές. «Πώς σε λένε;» το ρώτησα.
«Με φωνάζουν Σημαδεμένη, γιατί έχω πολλά γδαρσίματα και σημάδια πάνω μου. Εσένα;»
«Είμαι ο Θαλασσοδαρμένος», της είπα, «με λένε έτσι γιατί έζησα πολύ καιρό στη θάλασσα. Ξέρεις πού μας πάνε;»
«Και βέβαια! Είμαστε σε ένα κάδο ανακύκλωσης. Πάμε να ξαναγίνουμε υγρό μέταλλο και να μετατραπούμε πάλι σε τενεκεδάκια. Ή και σε κάτι διαφορετικό αυτή τη φορά.»

Και να ‘μαι τώρα, να ταξιδεύω προς ένα εργοστάσιο ανακύκλωσης. Έχω μια καινούρια φίλη και είμαι χαρούμενος. Ελπίζω το ταξίδι μας να μην τελειώσει ποτέ.




Μια ιστορία για την ανακύκλωση

Μπαμ! Μπαμ! Μπαμ! Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός. Η πρέσα στο εργοστάσιο ανακύκλωσης χτυπούσε ασταμάτητα κομμάτια αλουμινίου μετατρέποντάς τα σε συμπαγή αλουμινένια κουτιά. Και να ‘ταν μόνο αυτό; Το τρίξιμο του μετάλλου που πιεζόταν, ο ασταμάτητος βόμβος των μηχανημάτων και ο κινούμενος διάδρομος έκαναν τέτοιο σαματά… που ήταν πολύ περίεργο που μέσα από όλη αυτή τη φασαρία ακούστηκε κάτι σαν κλάμα. Κλάμα; Κι όμως, ακούγεται τώρα καθαρά, κάποιος κλαίει.

«Τι συμβαίνει; Είσαι καλά;» ακούστηκε μια φωνή.
Τα κλάματα σταμάτησαν. «Ποιος είναι; Ποιος μου μίλησε;», είπε μια ραγισμένη φωνή.
«Εγώ, η Λεμονίτα. Είμαι τενεκεδάκι σαν κι εσένα. Πώς σε λένε;»
«Λάκη Τενεκεδάκη. Χάρηκα. Δηλαδή τι χάρηκα, που λέει ο λόγος δηλαδή. Σε λίγο πλησιάζει το τέλος μας… Οπότε αντίο. Μακάρι να είχαμε γνωριστεί λίγο νωρίτερα, να προλαβαίναμε να τα πούμε… Αλλά… σε λίγο δε θα υπάρχουμε πια… Φοβάμαι τόσο πολύ…». Και ο Λάκης ο Τενεκεδάκης ξανάβαλε τα κλάματα.

«Έι, μια στιγμή! Δε θα χαθούμε. Ούτε είναι το τέλος μας αυτό! Αλήθεια δεν ξέρεις τι θα μας συμβεί;» Η Λεμονίτα πλησίασε το Λάκη και τον ακούμπησε ενθαρρυντικά. Εκείνος αναθάρρεψε.
«Τι εννοείς; Δε θα πεθάνουμε;»
«Όχι βέβαια! Θα ξαναγεννηθούμε! Είμαστε σε ένα εργοστάσιο ανακύκλωσης!»
«Ανακύκλωσης; Δηλαδή; Τι είναι αυτό;»
«Αλήθεια δεν ξέρεις; Δεν το έχεις ξαναζήσει; Τι ήσουν πριν γίνεις τενεκεδάκι;»
«Δεν ξέρω… Νομίζω ήμουν τενεκεδάκι από πάντα. Από όσο θυμάμαι δηλαδή.»


«Δεν ήμασταν πάντα τενεκεδάκια! Ξεκινήσαμε μέσα από τη γη, σαν κομμάτια ενός μετάλλου που λέγεται βωξίτης. Οι άνθρωποι το εξορύσσουν και το μετατρέπουν σε αλουμίνα και μετά με ηλεκτρόλυση σε αλουμίνιο. Είναι πολύ χρήσιμο στους ανθρώπους το αλουμίνιο. Είναι ελαφρύ, δεν διαβρώνεται και χρησιμοποιείται ξανά και ξανά».

«Και τώρα; Τι θα μας κάνουν δηλαδή;»
«Αρχικά, εμείς τα τενεκεδάκια συγκεντρωνόμαστε από τους ανθρώπους στους ειδικούς μπλε κάδους. Μετά, έρχονται να μας πάρουν με ειδικά οχήματα και μεταφερόμαστε στα κέντρα ανακύκλωσης. Μας διαχωρίζουν από τα υπόλοιπα υλικά και περνάμε στην πρέσα, για να γίνουμε μεγάλες συμπαγείς μάζες. Μετά, μας πηγαίνουν σε ένα μηχάνημα που λέγεται σπαστήρας, όπου γινόμαστε κομματάκια για να λιώσει ευκολότερα το αλουμίνιο μας. Έπειτα περνάμε από έναν μαγνήτη για να αφαιρεθούν μικρά σιδερένια κομμάτια, καθώς το αλουμίνιο δε μαγνητίζεται όπως άλλα μέταλλα. Μετά τον σπαστήρα, περνάμε και από κόσκινα για να αφαιρεθούν άλλες ουσίες, όπως χρώματα και πλαστικά. Αργότερα, μας ρίχνουν σε μια δεξαμενή, η οποία έχει λιωμένο αλουμίνιο, όπου βράζουμε στους 700 βαθμούς Κελσίου μέχρι να λιώσουμε.»

«Αλήθεια; Και δεν πονάει όλο αυτό; Ακούγεται πολύ τρομακτικό!»
«Μην ανησυχείς, δεν πονάει καθόλου! Το έχω κάνει εκατοντάδες φορές. Θα δεις, μετά από κάποια στιγμή θα το συνηθίσεις κι εσύ και θα ανυπομονείς κάθε φορά να βρεθείς στην ανακύκλωση. Αρκεί να φροντίζουν οι άνθρωποι να σε ρίχνουν σε μπλε κάδο και όχι στα σκουπίδια. Ή ακόμη χειρότερα, στη θάλασσα. Οι άνθρωποι έχουν πολλούς λόγους να κάνουν ανακύκλωση. Εξοικονόμηση χρημάτων, ενέργειας, νερού…»
«Και μετά, και μετά; Τι συμβαίνει μετά;»

«Αφού λοιπόν λιώσουμε και γίνουμε ένα συμπαγές υγρό, μας καθαρίζουν με διάφορες διαδικασίες. Μετά τον καθαρισμό το υγρό μπαίνει σε καλούπια και έτσι σχηματίζονται πλάκες με βάρος 15 τόνους. Κατόπιν οι πλάκες αυτές περνούν από κυλίνδρους ώστε να γίνουν πιο λεπτές. Τέλος οι πλάκες αυτές μεταφέρονται στα εργοστάσια για να γεννηθούν καινούρια τενεκεδάκια όπως εγώ κι εσύ. Ή μπορεί να γίνουμε κάτι διαφορετικό την επόμενη φορά. Μπορεί να γίνουμε σκελετός ποδηλάτου. Ή κουφώματα παραθύρου. Ή κομμάτι αυτοκινήτου. Εγώ κάποτε υπήρξα καφετιέρα. Ευτυχώς οι άνθρωποι φρόντισαν να με πάνε σε ειδικό κάδο ανακύκλωσης συσκευών, όταν η καφετιέρα χάλασε.»

«Ουάου. Ακούγεται συναρπαστικό!» είπε ο Λάκης με ενθουσιασμό.
«Είναι! Κι έτσι η ζωή μας δεν τελειώνει ποτέ! Το αλουμίνιο είναι ένα υλικό που δεν παθαίνει τίποτα, όσο κι αν ανακυκλωθεί! Λοιπόν, φοβάσαι τώρα;» του φώναξε η Λεμονίτα, γιατί είχαν φτάσει τώρα πολύ κοντά στην πρέσα και ο θόρυβος σκέπαζε τη φωνή της.

«Όχιιιιιιι! Σ’ ευχαριστώ! Νιώθω πολύ καλύτερα!», απάντησε φωνάζοντας ο Λάκης. Και κοίταξε με θάρρος το γιγάντιο μηχάνημα που πλησίαζε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου