Translate

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Εξ' αποστάσεως εκπαίδευση: Ώρα για παραμύθι! Το μαγικό φτερό



ια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παλικάρι με τον παππού του. Ήταν φτωχοί και το αγόρι έκοβε ξύλα για να ζήσουν. Κάποια φορά ο γέρος κατάλαβε ότι είχε έρθει η ώρα του. Φώναξε λοιπόν τον εγγονό του και του είπε:
"Γιε μου, εγώ θα φύγω απ’ τη ζωή. Εσύ όμως μη φοβάσαι. Πάρε αυτό το φτερό και πήγαινε και βρες το πιο ψηλό δέντρο στο δάσος. Ανέβα στην κορφή και άστο να το πάρει ο άνεμος. Εκεί που θα σταματήσει, εκεί θα ‘ναι και η τύχη σου."
Πέθανε ο γέρος, το παλικάρι έκλαψε για τον παππού του, δεν έδωσε όμως και πολλή σημασία στα λόγια του. Έβαλε το φτερό στον κόρφο του και το ξέχασε. Μια μέρα όμως, εκεί που έκοβε ξύλα στο δάσος, βρήκε ένα δέντρο ψηλό ως τα σύννεφα. Ποτέ του δεν είχε ξαναδεί ψηλότερο.
"Και δε ρίχνω το φτερό από ψηλά, όπως μ’ ορμήνεψε ο γέρος μου;" σκέφτηκε. "Δεν έχω τίποτα να χάσω". Ανέβηκε λοιπόν, και μετά από πολλή ώρα έφτασε στην κορφή λαχανιασμένος. Σήκωσε το χέρι του ψηλά και άφησε το φτερό. Φύσηξε τότε δυνατός αέρας και το φτερό ταξίδεψε, πέρασε κάμπους, βουνά και δάση, χώρες και χωριά, θάλασσες και στεριές, μέχρι που έφτασε στο παλάτι του βασιλιά. Μπήκε μέσα από ένα ανοιχτό παράθυρο και, τη στιγμή που ο βασιλιάς ετοιμαζόταν να φάει τη σούπα του, έπεσε μία πλαφ! μέσα στη σουπιέρα.

"Τι ‘ν’ αυτό;" θύμωσε ο βασιλιάς. "Πετάξτε γρήγορα τη σούπα στα σκυλιά!"
Όπως πέταξαν τη σούπα οι υπηρέτες, πετάχτηκε το φτερό, μπήκε στον αχυρώνα και έπεσε στο παχνί που έτρωγε το άλογο του βασιλιά. Έτσι το άλογο, μαζί με το σανό, έφαγε και το φτερό.
Την επομένη ήταν Κυριακή κι ο βασιλιάς διέταξε να ετοιμάσουν τη βασιλική άμαξα για να πάει στην εκκλησία, μαζί με τη βασίλισσα και τη βασιλοπούλα. Όταν έφτασαν όμως έξω από την εκκλησία, το άλογο σήκωσε την ουρά και… ξαλάφρωσε μπροστά στα σκαλιά της εκκλησίας.
Βγήκε ένας διάκος να τα μαζέψει και, όπως σκούπιζε, η κοπριά του γέμισε τα ράσα και το φτερό πιάστηκε στο μανίκι του. Τον είδε ο παπάς και τον άρπαξε απ’ τ’ αυτί.
"Τι χάλια είν’ αυτά βρε;" του είπε. "Έτσι θα εμφανιστείς μπροστά στο βασιλέα;" Κι όπως τράβαγε τ’ αυτί του διάκου, μπλέχτηκε το φτερό στα γένια του. Δεν το κατάλαβε όμως ο παπάς, και όταν ήρθε μπροστά του η βασιλοπούλα για να της δώσει το αντίδωρο, έπεσε το φτερό μέσα στα χέρια της.
Ευθύς η βασιλοπούλα αρρώστησε. Ούτε έτρωγε, ούτε έπινε, ούτε στον καθρέφτη κοιταζότανε. Μόνο καθόταν μπροστά στο παράθυρο και χάιδευε το φτερό. Τρόμαξε ο βασιλιάς, έφερε γιατρούς και γνωστικούς μήπως και τη γιατρέψουν, μα του κάκου.
Μέχρι που μια μέρα πέρασε έξω απ’ το παράθυρό της το αγόρι με ένα δεμάτι ξύλα. Άρχισε τότε να φωνάζει και να χτυπιέται η βασιλοπούλα, ότι μόνο αυτόν θέλει γι’ άντρα της και γρήγορα να πάνε να της τον φέρουνε.
Μάταια προσπαθούσε ο βασιλιάς να της αλλάξει γνώμη. Τι αρχοντάδες της κουβάλησε, τι βασιλόπουλα, τι πρίγκιπες με χρυσά ρούχα και πλούτη αμύθητα, αυτή το χαβά της. Ήθελε τον κουρελιάρη ξυλοκόπο. Πρόσταξε λοιπόν ο βασιλιάς να βρούνε το φτωχό νέο και να τον φέρουν να παρουσιαστεί μπροστά του.
"Αν μου βρεις τη λύση σε ένα αίνιγμα μέχρι αύριο, τότε θα σου δώσω την κόρη μου για γυναίκα σου. Αν όμως δεν το βρεις, θα φύγεις και δε θα ξαναφανείς σ' αυτόν τον τόπο."

Τι είναι αυτό
που από πάνω κατεβαίνει
και στο χώμα ξαποσταίνει;
Που την πλάση διαφεντεύει
και τα χείλη ζωντανεύει;

Ο νέος σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε, έμεινε όλη νύχτα ξάγρυπνος, μα δεν το βρήκε. Λυπημένος, την άλλη μέρα, ξεκίνησε να πει στο βασιλιά ότι δεν έλυσε το αίνιγμα. Εκεί που περνούσε κάτω από το παράθυρο της βασιλοπούλας, τον είδε αυτή, κι απ’ την πολλή της τη χαρά της έφυγε το φτερό απ’ τα χέρια. Έπεσε μπροστά στα πόδια του και καρφώθηκε στο χώμα. Μια τρύπα ευθύς άνοιξε στο μέρος που στάθηκε το φτερό, και γάργαρο νερό ανάβλυσε. Το αγόρι έσκυψε, ήπιε κι αμέσως κατάλαβε. Παρουσιάστηκε στο βασιλιά και του είπε:

"Είναι το νερό βασιλιά μου αυτό που ζητάς. Έρχεται απ’ τον ουρανό και μπαίνει στη γη. Δίνει ζωή σε όλη τη φύση και ξεδιψά τα διψασμένα χείλη. Τώρα λοιπόν δώσε μου την κόρη σου για γυναίκα μου."

Είδε κι απόειδε ο βασιλιάς, τους πάντρεψε.
Κι από τότε το παλικάρι είχε πάντα μαζί του το φτερό και μακάριζε το γέρο του για την καλή του τύχη. Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. 
Και δυο τσουβάλια πίτουρα.


Το παραμύθι αυτό το έγραψα στη Ζάκυνθο, σε ένα σεμινάριο γραφής και αφήγησης παραμυθιού το καλοκαίρι του 2011, με εισηγητή τον Δημήτρη Αβούρη. Σκοπός του σεμιναρίου ήταν να γνωρίσουμε τις βασικές αρχές των παραδοσιακών παραμυθιών, όπως για παράδειγμα τη λιτότητα του λόγου, τις επαναλήψεις, την κάθαρση του ήρωα, τη συνύπαρξη του δραματικού στοιχείου με το κωμικό, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην πραγματική ζωή, και να προσπαθήσουμε να γράψουμε τα δικά μας παραμύθια σύμφωνα με τις αρχές αυτές.

Τα υπόλοιπα παραμύθια που είχαν γραφτεί σ' εκείνο το σεμινάριο, δημοσιεύτηκαν σε τεύχη του περιοδικού "Το Παραμύθι", του συλλόγου Όναρ, μαζί με σκίτσα και χαρακτικά μου. Το συγκεκριμένο δεν είχε την ίδια τύχη, γι' αυτό και το δημοσιεύω εδώ. 

Όπως είδατε, το κείμενο ξεκινάει με ένα πρωτόγραμμα ή αρχίγραμμα, με ένα γράμμα δηλαδή σε μεγάλο μέγεθος που μπορεί να είναι καλλιγραφικό ή να απαρτίζεται από σκίτσα, που είναι εμπνευσμένα από το παραμύθι. Εδώ έχουμε το γράμμα "Μ" από το "Μια φορά κι έναν καιρό...", τη γνωστή φράση με την οποία ξεκινάνε όλα τα παραμύθια. 

Πολύ μεγάλο ρόλο στο παραμύθι παίζει βέβαια η εικόνα που, σε συνδυασμό με το κείμενο, ταξιδεύει τη φαντασία ένα βήμα πιο πέρα. Οι πρώτες εικονογραφήσεις παραμυθιών ήταν γκραβούρες (χαρακτικά = έργα τέχνης που προέρχονται μετά από χάραξη του σχεδίου σε ένα κομμάτι χαλκό και τύπωμα του σχεδίου σε χαρτί με μαύρο μελάνι), εικόνες χωρίς χρώματα που βλέπουμε κυρίως στις πρώτες εκδόσεις κλασικών παραμυθιών. Τα σύγχρονα εικονογραφημένα βιβλία διακρίνονται από πλούτο χρώματος, συνδυασμό τεχνικών (για παράδειγμα ακουαρέλα  μαζί με κολλάζ υλικών) ή ψηφιακές δημιουργίες. Σε αυτό το άρθρο υπάρχει ένα εξαιρετικό αφιέρωμα σε διάφορες εκδόσεις των παραμυθιών των Αδερφών Γκριμ, όπου ο αναγνώστης μπορεί να συγκρίνει την ποικιλία έκφρασης και τα διαφορετικά στυλ εικονογράφησης. Κάποιες από τις εικόνες είναι ασπρόμαυρες και κάποιες δεν είναι καν ζωγραφιές αλλά... γλυπτά. 

Δυστυχώς, από το παραμύθι μου λείπουν οι υπόλοιπες εικόνες, κι εδώ θα χρειαστώ τη βοήθεια των μαθητών μου.


Επειδή δεν πρόλαβα να δουλέψω αυτό το παραμύθι στην τάξη, αφήνω τις ελπίδες μου στην ...εξ αποστάσεως εκπαίδευση! Περιμένω λοιπόν ζωγραφιές και αρχιγράμματα για το παραμύθι που διαβάσατε, και θα τα ανεβάσω σε επόμενη δημοσίευση! 

Το χρώμα δεν είναι απαραίτητο, κι εγώ όπως είδατε άφησα το πρωτόγραμμα σε άσπρο-μαύρο. Αν όμως δεν βάλετε χρώμα, προσέξτε ιδιαίτερα το σχέδιο. Τονίστε κάποια μέρη στο σχέδιό σας με μαύρο ή με διαφορετικούς γκρίζους τόνους.

Ερωτήσεις για την κατανόηση του κειμένου:

1) Τι παριστάνει το πρωτόγραμμα;
2) Γιατί νομίζετε ότι δεν πίστεψε το αγόρι τον παππού του;
3) Από ποια μέρη ταξίδεψε το φτερό, μέχρι να καταλήξει στα χέρια της βασιλοπούλας;
4) Γιατί ο βασιλιάς δεν ήθελε για γαμπρό του τον ήρωα του παραμυθιού;
5) Γιατί το νερό "διαφεντεύει την πλάση"; Τι νομίζετε ότι σημαίνει αυτή η φράση;
6) Τι τέλος θα δίνατε εσείς στο παραμύθι;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου