ια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παλικάρι με τον παππού του.
Ήταν φτωχοί και το αγόρι έκοβε ξύλα για να ζήσουν. Κάποια φορά ο
γέρος κατάλαβε ότι είχε έρθει η ώρα του. Φώναξε λοιπόν τον εγγονό του και του
είπε:
"Γιε
μου, εγώ θα φύγω απ’ τη ζωή. Εσύ όμως μη φοβάσαι. Πάρε αυτό το φτερό και
πήγαινε και βρες το πιο ψηλό δέντρο στο δάσος. Ανέβα στην κορφή και άστο να το πάρει ο άνεμος. Εκεί που θα
σταματήσει, εκεί θα ‘ναι και η τύχη σου."
Πέθανε ο
γέρος, το παλικάρι έκλαψε για τον παππού του, δεν έδωσε όμως και πολλή σημασία στα λόγια του. Έβαλε το φτερό στον κόρφο του και το
ξέχασε. Μια μέρα όμως, εκεί που έκοβε ξύλα στο δάσος, βρήκε ένα δέντρο ψηλό ως τα
σύννεφα. Ποτέ του δεν είχε ξαναδεί ψηλότερο.
"Και δε
ρίχνω το φτερό από ψηλά, όπως μ’ ορμήνεψε ο γέρος μου;" σκέφτηκε. "Δεν έχω τίποτα να χάσω". Ανέβηκε λοιπόν, και μετά από πολλή ώρα έφτασε στην κορφή λαχανιασμένος. Σήκωσε το χέρι του ψηλά και άφησε το φτερό. Φύσηξε
τότε δυνατός αέρας και το φτερό ταξίδεψε, πέρασε κάμπους, βουνά και δάση, χώρες και χωριά, θάλασσες και στεριές, μέχρι που
έφτασε στο παλάτι του βασιλιά. Μπήκε μέσα από ένα ανοιχτό παράθυρο και, τη στιγμή που ο
βασιλιάς ετοιμαζόταν να φάει τη σούπα του, έπεσε μία πλαφ! μέσα στη σουπιέρα.